ελληνόγλωσσος

ελληνόγλωσσος
ος , ον см. ελληνόφωνος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ελληνόγλωσσος" в других словарях:

  • ελληνόγλωσσος — η, ο (για αλλοεθνείς) αυτός που έχει ως μητρική γλώσσα την ελληνική («ελληνόγλωσσοι Βούλγαροι») …   Dictionary of Greek

  • ελληνόγλωσσος, -η — ο 1. αλλοεθνής που έχει ως μητρική του γλώσσα την ελληνική, ελληνόφωνος: Ελληνόγλωσσοι Τούρκοι. 2. φρ., «Ελληνόγλωσσο Ξενοδοχείο», μυστική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1809 στο Παρίσι με σκοπό την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Τούρκους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • ελληνόφωνος — η, ο (για αλλοεθνή) ελληνόγλωσσος …   Dictionary of Greek

  • ελληνόφωνος — η, ο ελληνόγλωσσος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»